- ἐπικάμπτομαι
- ἐπικάμπτωbend into an anglepres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικάμπτω — (AM έπικάμπτω) 1. κάμπτω, λυγίζω κάτι ώστε να σχηματίσει γωνία, κυρτώνω 2. (αμτβ.) κυρτώνομαι μσν. μέσ. ἐπικάμπτομαι είμαι προσηνής, ευπροσήγορος («οὗτος συνήλγει πάσχουσι, συνέκαμνε πονοῦσι, τοῖς ξένοις ἐπεκάμπτετο, φίλους παρεμυθεῖτο», Κ.… … Dictionary of Greek